ἀλύσκω

From LSJ
Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύσκω Medium diacritics: ἀλύσκω Low diacritics: αλύσκω Capitals: ΑΛΥΣΚΩ
Transliteration A: alýskō Transliteration B: alyskō Transliteration C: alysko Beta Code: a)lu/skw

English (LSJ)

Od.22.363: fut. ἀλύξω Il.10.371, A. Pers.94, S.Ant. 488, etc.; ἀλύξομαι v.l. in Hes.Op.363: aor. ἤλυξα, poet. ἄλυξα, v. infr.:—Med. in compd. ἐξαλύσκω.—Ep. Verb used by A. and S., both in lyr. and dialogue (also in late Prose, Philostr.Her.7):—flee from, shun, c. acc., Il.10.371, Od.12.335, Hes. l.c., Pi.P.8.16, A. Pr.587, etc.: rarely c. gen., S.Ant.488, El.627: abs., escape, ὅθεν οὔπως ἦεν ἀλύξαι Od.22.460; προτὶ ἄστυ ἀλύξαι Il.10.348; ἄλυξεν ἐν Γερήνῳ he escaped by staying in Gerenus, Hes.Fr.16.    II = ἀλύω, wander restlessly, A.R.4.57.

German (Pape)

[Seite 111] (vgl. ἀλεύω), praes. = zu entkommen suchen, Hom. nur Od. 22, 363. 382 ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν; – of taor., = entkommen, Iliad. 11, 476 τὸν μέν τ' ἤλυξε πόδεσσιν, Od. 3, 297 ἤλυξαν ὄλεθρον; 12, 335 ὅτε ἤλυξα ἑταίρους, als ich den Gefährten aus dem Gesichte gekommen war; 23, 328 ἣν οὔ πώ ποτ' ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν; 10, 269 ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸνἶμαρ; 8, 353 χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας; Iliad. 15, 287κῆρας ἀλύξας; θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας (-ξῃ, -ξαι) Od. 2, 352. 5, 387. 22, 66 Iliad. 21, 565; μή πως προτὶ ἄστυ ἀλύξῃ Iliad. 10, 348; αὐτὸς δ' εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς Od. 1, 113. 12, 140; ὄλεθρον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι 12, 216; ohne Object Iliad. 8, 243 αὐτοὺς ἔασον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι, 22, 201 ἃς ὁ τὸν οὐ δύνατο μάρψαι ποσίν, οὐδ' ὃς ἀλύξαι, Od. 22, 460 ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, 5, 345 ὅθι τοι μοῖρ' ἐστὶν ἀλύξαι, 4, 416 καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι; – fut. Iliad. 10, 371 οὐδέ σέ φημι δηρὸν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἀλύξειν αἰπὺν ὄλεθρον, Od. 17, 547 τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο πᾶσι μάλ', οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξοι, homerisch = ἀλύξειεν ἄν, wird wohl nicht entkommen, vgl. 19, 558 μνηστῆρσι δὲ φαίνετ' ὄλεθρος πᾶσι μάλ', οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει, vgl. ἄν; – Pind. P. 8, 21; Tragg., sp. D.; mit dem gen., μόρου, θράσους. Soph. Ant. 484 El. 617; ἀλύξαι Theocr. 24, 68; ἔκ τινος Qu. Sm. 14, 399; – fut. med. λιμὸν ἀλύξεται Hes. O. 303. – Intrauf. umherirren Ap. Rh. 4, 57. In Prosa bloß Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύσκω: Ὀδ., κτλ.: μέλλ. ἀλύξω, Ἰλ. Κ. 371, Αἰσχύλ. Πέρσ. 94, Σοφ. Ἀντ. 488, κτλ., ἀλλ’ ἀλύξομαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363: ἀόρ. ἤλυξα, Ἐπ. ἄλυξα, Ὅμ., Ἡσ., Αἰσχύλ.: - Μέσ., ἴδε ἐξαλύσκω (ἴδε ἐν λ. ἀλύω). Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφ., ἔν τε λυρ. χωρίοις καὶ ἐν διαλόγῳ, ἀποφεύγω τι, ἀποκλίνω, ἀποχωρῶ, ἐγκαταλείπω· μ. αἰτ., Ἰλ. Κ. 371, Ὀδ. Μ. 335, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 8. 21, Αἰσχύλ. Πρ. 587, κτλ.: σπανίως ὡς τὸ φεύγω, μετὰ γεν., Σοφ. Ἀντ. 488, Ἠλ. 627: - ἀπολ., διαφεύγω, σῴζομαι· ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, Ὀδ. Χ. 460: προτὶ ἄστυ ἀλύξῃ, Ἰλ. Κ. 348· ἄλυξεν ἐν Γερήνῳ, = ἐσώθη διαμείνας ἐν Γερήνῳ, Ἡσ. Ἀποσπ. 45. ΙΙ. εἶμαι ἀνήσυχος, πλανῶμαι ἀνησύχως, ὡς τὸ ἀλύω, ἀλύσσω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 57.

French (Bailly abrégé)

f. ἀλύξω et ἀλύξομαι, ao. ἤλυξα, pf. inus.
chercher à fuir, fuir, acc. ; échapper à, gén..
Étymologie: ἀλύω.

English (Autenrieth)

(ἀλεύομαι), fut. ἀλύξω, aor. ἤλυξα and ἄλυξα: shun, avoid, escape; abs., and with τί, less freq. τινά, ἤλυξα ἑταίρους, ‘evaded their observation,’ Od. 12.335.