ἐνόπλιος

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόπλιος Medium diacritics: ἐνόπλιος Low diacritics: ενόπλιος Capitals: ΕΝΟΠΛΙΟΣ
Transliteration A: enóplios Transliteration B: enoplios Transliteration C: enoplios Beta Code: e)no/plios

English (LSJ)

ον, (ὅπλον)

   A = ἔνοπλος, ἔρις Gorg.Fr.6; πρύλις Call. Dian.241; ἐπιστήμη D.H.20.2; πυρρίχη Anon. Vat.64: neut. as Adv., ἐλέλιξεν ἐνόπλιον Call.Del.137.    II ἐνόπλιος (with or without ῥυθμός), ὁ, 'martial' rhythm, X.An.6.1.11, etc.; ῥυθμὸς κατ' ἐνόπλιον Ar.Nu.651; ἐ. σύνθετος Pl.R.400b; also νόμος Epich.75; ἀγωνία Phld.Hom.p.28 O.; ἐ. μέλη Ath.14.63of; Κουρήτων ἐ. παίγνια Pl. Lg.796b; θεῖν τὸν ἐ. Him.Or.2.20: hence ἐνόπλια παίζειν Pi.O.13.86.—On the ῥυθμὸς κατ' ἐνόπλιον, v. Sch.Pi.P.2.127, Sch.Ar.Nu. 651.    III ἐνόπλιον, τό, contest in arms, of a race of war-chariots, SIG802A 10 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 849] in den Waffen, mit den Waffen, bes. ῥυθμός, der Takt zum Waffentanz, Xen. An. 6, 1, 11; Plat. Rep. III, 400 b; κατ' ἐνόπλιον Ar. Nub. 641, wie ὁ ἐν., Epicharm. Ath. IV, 184 f; μέλη Ath. XIV, 630 t; – Κουρήτων παίγνια, Waffentanz, Plat. Legg. VII, 796 b, wie ἐνόπλια παίζειν Pind. Ol. 13, 83; τὰ ἐνόπλια παιδεύειν Luc. salt. 21; βηταρμός Ap. Rh. 1, 1135; ὠρχήσαντο ἐνόπλιοι Callim. Dian. 241; – οἱ ἐν. θεοί, Kriegsgötter, D. H. 2, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόπλιος: ον (ὅπλον) = τῷ ἑπομ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. ΙΙ. ἐνόπλιος (ἐνν. ῥυθμός), ὁ, ὁ μετρικὸς χρόνος προσαρμοζόμενος εἰς τὰ πολεμικὰ μέλη, «εἶδος ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ὠρχοῦντο σείοντες τὰ ὅπλα, ἔστι δὲ ὁ ἐν ἡμιολίῳ˙ ἡ γὰρ μακρὰ πρὸς τὰς δύο βραχείας ἴσον τι ἔχει ῥυθμὸν ἐκ τριποδίας ἀναπαιστικόν, ὃς δέχεται πάντας τοὺς δισυλλάβους πόδας. οἱ δὲ ἐνόπλιον τὸ ἀμφίμακρον ὃς καὶ Κρητικὸς καλεῖται» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651)˙ ἐπαΐονθ’ ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ’ ἐνόπλιον, κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 651˙ ᾔεσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11˙ ἐνόπλιόν τέ τινα ὀνομάζοντες ξύνθετον καὶ δάκτυλον καὶ ἡρῷόν γε, «ὁ ἐνόπλιος σύνθετός ἐστιν ἐξ ἰάμβου καὶ δακτύλου καὶ τῆς περιαμβίδος... ἐξορμητικὸς εἰς πόλεμον» (Πρόκλ.), Πλάτ. Πολ. 400Β˙ ὡσαύτως, ἐν. μέλη Ἀθήν. 630F˙ Κουρήτων ἐν. παίγνια Πλάτ. Νόμ. 796Β˙ ἐντεῦθεν, ἐνόπλια παίζειν Πίνδ. Ο. 13. 123˙ ὀρχήσασθαι Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. - Περὶ τοῦ ῥυθμοῦ κατ’ ἐνόπλιον ἴδε Σχόλ. εἰς Πίνδ. Π. 2. 127, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne les prises d’armes ; τὰ ἐνόπλια LUC danse armée ; ἐνόπλιος ῥυθμός XÉN air ou marche de la danse armée.
Étymologie: ἐν, ὅπλον.