ἄωρος

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄωρος Medium diacritics: ἄωρος Low diacritics: άωρος Capitals: ΑΩΡΟΣ
Transliteration A: áōros Transliteration B: aōros Transliteration C: aoros Beta Code: a)/wros

English (LSJ)

(A), ον, (ὥρα)

   A untimely, unseasonable, χειμών, τύχαι, A.Pers. 496, Eu.956 (lyr.); θάνατος E.Or.1030; τελευτή Antipho 3.1.2; ξυνουσίη Aret.CD1.4 (but ἄ. γάμος too late, D.H.4.7); πένθος LXX Wi. 14.15; μετὰ μάχην ἱκετεύειν ἄωρον ἐδόκει J.BJ5.11.1; ἄ. θανεῖν E.Alc. 168, cf. Hdt.2.79; οἱ ἄ. those who die untimely, Apollod.Com.4, cf. Philostr.VA6.4; esp. of those dying unmarried, PMag.Par.1.342, cf. 2725; in Epitaphs, ὤλετ' ἄ. IG12.977: Sup. ἀωρώτατε (sic) Sammelb. 1420; ἕνεκα χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄ. unripe (for death), Metrod.52; ἀώροις περιπέσοιτο συμφοραῖς Epigr.Gr.376 (Aezani): Comp. γήρως ἀωρότερα πράττειν things unbecoming old age, Plu.Sull.2.    2 unripe, of fruit, Dsc.1.126, LXX Wi.4.5; of fish, out of season, opp. ὥριμος, Nicom.Com.1.21: metaph., ἄωρος πρὸς γάμον Plu.Lyc.15; ἄ. ὥρα Id. Comp. Thes.Rom.6.    3 without youthful freshness, ugly, Eup.69, X.Mem.1.3.14 (Sup.), Pl.R.574c. Adv. -ρως J.AJ4.8.19.
ἄωρος (B), ον, of the πλεκτάναι or polypus-like legs of Scylla,

   A τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι Od.12.89; one of the Sch. expld. it as κρεμαστοί, ἀπὸ τοῦ αἰωρῶ, but more prob. = ἄκωλοι, as Sch.HQ, from Ion. ὤρη B.    II ἄωροι πόδες fore-feet, οὐ τοὺς ἀώρους εἶπά σοι . . πόδας πρίασθαι; σὺ δὲ φέρεις ὀπισθίους Philem.145.
ἄωρος (C), contr. ὦρος, ὁ,

   A sleep, Sapph.57; ἤλασ' ἄωρον prob. for ἤλασας ὦρον in Call.Fr.150.

German (Pape)

[Seite 422] ὁ, zsgz. ὦρος, der Schlaf, Sappho im E. M. (ὥρα), 1) unzeitig, unreif, Ael. N. A. 12, 5; Ggstz ὥριμος Nicomach. Ath. VII, 291 a (vs. 21); zu früh, τελευτή Antiph. III α 2; συμφοραί β 12; τύχη Eur. Hec. 425; Aesch. Eum. 944; θάνατος Or. 1030, wie im scol. Ath. XV, 694 c; ἄωρον θανεῖν Her. 2, 79; ἀπολέσαι Eur. I. A. 1218; οἱ ἄωροι geradezu = die früh Gestorbenen, Apollnds. com. bei Stob. flor. 119, 14, Ggstz γέροντος ἐκφορά; τοῦ γήρως ἀωρότερον πράττειν, was sich für's Alter nicht recht paßt, Plut. Syll. 2; γάμος zu spät, Dion. Hal. 4, 7; unpassend, 10, 11. – 2) ungestaltet, unförmlich; vielleicht gehört hierher Odyss. 12, 89 τῆς (der Scylla) ἤτοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι, vgl. die verschiedenen Erklär. in den Scholl.; die daselbst citirte Stelle des Komikers Philemon, in welcher τοὺς ἀώρους πόδας u. ὀπισθίους einander entgegengesetzt werden, s. Meineke Comicc. Gr. Fragm. 4 p. 52. – Uebh. häßlich, Plat. Rep. IX, 574 c; Xen. Mem. 1, 3, 14 Symp 8, 21 dem ὡραῖος entgegengesetzt. – 3) (ὤρα) unbekümmert, ἀφύλακτος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἄωρος: (Α), ον, (ὥρα) ὁ παρὰ τὴν ὥραν, ἄκαιρος, ἄωρος, χειμών, τύχαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 496, Εὐμ. 956· θάνατοι Εὐρ. Ὀρ. 1030· τελευτὴ Ἀντιφῶν 121. 4· ἄωρος θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 168, πρβλ. ἄνωρος· οἱ ἄωροι, οἱ ἀώρως ἀποθνήσκοντες, Ἀπολλόδ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 1· ἐν ἐπιταφίοις, ὤλετ’ ἄωρος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 12, κ. ἀλλ.· ― μετὰ γεν., γήρως ἀωρότερα πράττειν, πράγματα μὴ ἁρμόζοντα εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, Πλουτ. Σύλλ. 2. 2) ἐπὶ καρποῦ, ὁ μὴ ὥριμος, κοινῶς «ἄγουρος» Διοσκ. 1. 180· ἐπὶ ἰχθύος, ὁ μὴ εἰς τὸν καιρόν του, ἀντίθετον τῷ ὥριμος, Νικόμαχ. ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 21· ― μεταφ., ἄωρος πρὸς γάμον, ὁ μὴ ἐν ὥρᾳ γάμου, Πλουτ. Λυκ. 15. 3) ὁ μὴ ἐν ἀκμῇ τῆς νεότητος, οὐκ ἀτρύφερος οὐδ’ ἄωρός ἐστ’ ἀνήρ, ἀντίθετον τῷ ὡραῖος, Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 4, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 14, Πλάτ. Πολ. 574C: ― Ἐπίρρ. ἀώρως Πλούτ. 2. 119F.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
hors de saison :
1 qui n’est pas encore de saison, non encore mûr ; ἄωρος πρὸς γάμον PLUT ou abs. ἄωρος PLUT fille trop jeune pour être mariée ; ἄωρος τύχη ESCHL, EUR, ἄωρος θάνατος EUR mort prématurée;
2 qui n’est plus de saison ; γήρως ἀωρότερα πράττειν PLUT faire des choses qui ne sont plus de saison pour un vieillard ; malséant ; p. anal. ἄωροι πόδες OD pieds mal conformés, hideux ; sel. d’autres, pieds qu’on lève, qu’on agite (de ἀείρω);
Cp. ἀωρότερος, Sp. ἀωρότατος.
Étymologie: ἀ, ὥρα.
Ant. εὔωρος.
2c. ὦρος.

English (Autenrieth)

(ἀείρω), cf. μετέωρος: dangling; of the feet of Scylla, Od. 12.89†.