δημιουργία

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιουργία Medium diacritics: δημιουργία Low diacritics: δημιουργία Capitals: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: dēmiourgía Transliteration B: dēmiourgia Transliteration C: dimiourgia Beta Code: dhmiourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A workmanship, handicraft, Pl.R.401a; τέχναι καὶ δ. ib.495d; piece of mechanism, Arist.Mu.400a1.    2 making, creating, ζῴων Pl.Ti.41c, etc.; δ. ἔκ τινος Id.Plt.280c; creative activity, μεριστὴ δ. Jul.Or.5.179b, al.; the creation, ἡ φανερὰ δ. ib.4.144b; ὁ κόσμος ὅδε καὶ ἁπλῶς ἡ δ. Dam.Pr.283.    3 physical function, Arist.HA489a13.    4 δ. τῶν τεχνῶν handling or practising them, Pl.Smp.197a.    II the office of δημιουργός, OGI578.12 (pl., Tarsus), etc.: generally, magistracy, office, Arist.Pol.1310b22 (pl.).

German (Pape)

[Seite 562] ἡ, das Verfertigen, Hervorbringen; ζώων Plat. Tim. 41 c; Arist. H. A. 1, 13; τῶν εἰδώλων Plat. Rep. X, 599 a; ἐκ τῶν λίνων Polit. 280 c; τεχνῶν, Betreiben der Künste, Conv. 197 a; die Kunst, das Handwerk, γραφικὴ καὶ πᾶσατοιαύτη δ. Rep. IV, 401 a; καὶ τέχναι VI, 495 d; αἱ τῶν περὶ τὰ πέμματα δημιουργίαι Ath. I, 18 c. – Die Verwaltung der Staatsangelegenheiten, Staatsamt, Arist. Pol. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

δημιουργία: ἡ, τὸ κατασκευάζειν, ἡ κατασκευή, ποίησις, ζῴων Πλάτ. Τιμ. 41C, κτλ.· δ. τινὸς ἔκ τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280C. 2) ἐργασία, ἐπιτηδειότης, χειροτεχνία, ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, 495D. 3) ἐνέργεια, λειτουργία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 3, 2. 4) δ. τῶν τεχνῶν, ἄσκησις αὐτῶν, ἐφαρμογή, Πλάτ. Συμπ. 197Α. ΙΙ. τὸ ὑπούργημα ἄρχοντος (ἴδε δημιουργὸς ΙΙ)· καθόλου, ἀρχή, ἐξουσία, ὑπούργημα, ἀξίωμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 profession d’artisan, métier;
2 en gén. pratique d’un art;
3 production, fabrication, création.
Étymologie: δημιουργός.