ἀγενής
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι)
A unborn, uncreated, Pl.Ti.27c. II of no family, ignoble, opp. ἀγαθός, S.Fr.84, cf. POxy.33 5.5 (ii A. D.); of things, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι Sch. Od. 11.568; cf. AB336, St.Byz. s.v. Ἀνακτορεία. III childless, Is.2.10, cf. Harp. (ἄπαις codd.).
German (Pape)
[Seite 12] ές, 1) nicht geboren, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενής ἐστι Plat. Tim. 27 c. – 2) der keine Kinder hat, Isaeus bei Harpocr. (aber bei Is. steht nur ἄπαις). – 3) von niedriger Herkunft u. dah. unedel, s. ἀγεννής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ μὴ γενόμενος, μὴ δημιουργηθείς, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενές ἐστι, Πλάτ. Τίμ. 27C. II. ὁ ἐξ ἀσήμου οἰκογενείας, ταπεινός, ποταπός, δειλός, φαῦλος, ἐναντίον τοῦ ἀγαθός, Σοφ. Ἀποσπ. 105 (τὸ μέτρον δικαιoλογεῖ ταύτην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος εἶναι ἀγεννής, Stalb. Πλάτ. Πρωτ. 319Β). Ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι, Σχόλ. Ὀδ. Λ., 568, πρβλ. Α. Β. 336, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀνακτορεία. ΙΙΙ. ὁ ἄνευ οἰκογενείας, ὅ ἐ. ἄπαις, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀγενής.
Spanish (DGE)
-ές
I 1ingénito, increadodel mundo, Pl.Ti.27c, del alma, Dam.in Prm.399.
2 innoble, de bajo linaje S.Fr.84, POxy.33.5.5 (II d.C.), D.C.66.13.1a
•de anim. de mala raza σκύλακες Gp.19.2.7
•fig. de baja ralea Sch.Od.11.568, cf. AB 336.
3 que carece de descendencia, que no tiene hijos ἀ. ἐοῦσα op. γενεὰν ἔχουσα ἐξ αὐτοσαυτοῦ FD 3.26.13 (II a.C.), ἐπεὶ δέ κα τι πάθῃ Μενεκράτεια ἀνθρώπινον ἀ. ὑπάρχουσα FD 3.337.6 (II a.C.), εἰ ἀ. καὶ ἀδιάθετος τις ἀποθάνοι SEG 48.592.9 (Delfos II d.C.).
II adv. -ῶς· ἀσθενῶς Hsch.α 468.
English (Abbott-Smith)
ἀγενής, -ές (< γένος),
1.unborn (Plat.);
2.of no family, ignoble, base (opp. to ἀγαθός, Soph., Fr., 105): opp. to εὐγενής, I Co 1:28 (for exx. from π., v. MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from Α (as negative particle) and γένος; properly, without kin, i.e. (of unknown descent, and by implication) ignoble: base things.