εμπειρία

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

η (AM ἐμπειρία)
1. η γνώση η οποία στηρίζεται στην πείρα (σε αντίθεση προς τη θεωρία) («έχει εμπειρία του θέματος ή επί του θέματος», «ἐμπειρία τών πραγμάτων»)
2. η γνώση που έχει αποκτηθεί με την πείρα (σε αντίθεση προς την απειρία και την άγνοια) («αναλαμβάνει τη θέση χωρίς να έχει καμιά εμπειρία», «ἡ ἐκ πολλοῡ εμπειρία... ή δι' ὀλίγου μελέτη», Θουκ.)
3. η πρακτική γνώση χωρίς θεωρητική μόρφωση ή επιστημονική κατάρτιση («στηρίζεται στην εμπειρία του και όχι σε ειδικές γνώσεις», «κατ' έμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾱσθαι», «επιστήμη οὐκ ἐμπειρία χρώμενον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. η γνώση που αποκτάται με τις αισθήσεις
2. το σύνολο τών γνώσεων που αποκτάται με τις αισθήσεις
3. το σύνολο τών γνώσεων που αποκτάται με τις έννοιες, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς
4. το σύνολο τών γνώσεων που συγκεντρώνει το άτομο στη διάρκεια της ζωής του ή όλη η ανθρωπότητα μέσα στην ιστορία.