επαναφορά
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
η (AM ἐπαναφορά) επαναφέρω
νεοελλ.
1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά του φόρου»)
2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη θερμοκρασία της μεταμορφώσεως, και η παραμονή για απόψυξη, οπότε εξαφανίζεται η βαφή
αρχ.
1. αναφορά, απόδοση κάποιου πράγματος σε κάτι
2. εισήγηση ενός θέματος στο δικαστήριο ή στο πλήθος
3. αναθυμίαση
4. αστρολ. τόπος που βρίσκεται μετά το κέντρο
5. (ρητ.) σχήμα λόγου στο οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων ή περιόδων, αλλιώς αναφορά, επάνοδος, επανάληψη.