ιθύνω

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰθύνω) ιθύς
1. κάνω κάτι ευθύ, ευθυγραμμίζω, ισιώνω
2. κυβερνώ, διοικώ
3. (η μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ιθύνοντες
αυτοί που κυβερνούν, οι επικεφαλής
νεοελλ.
διευθύνω, δίνω κατευθύνσεις που καθορίζουν και τη ζωή τών άλλων (α. «ο ιθύνων νους» β. «η ιθύνουσα τάξη»)
(νεοελλ.-μσν.) κατευθύνω, καθοδηγώ
αρχ.
1. διευθύνω, οδηγώ σε ευθεία γραμμή
2. (με εχθρική σημ.) κατευθύνω, ρίχνω εναντίον κάποιου
3. φρ. α) (για δικαστές) «μύθους ἰθύνω»
i) εκδίδω ορθές και δίκαιες αποφάσεις
ii) επανορθώνω άδικες κρίσεις
β) «ἰθύνω τὸ πλέον τινί» — κρίνω απονέμοντας το μεγαλύτερο μέρος σε κάποιον
γ) «ἰθύνομαι θανάτῳ» — τιμωρούμαι με θάνατο.