κατάπλους

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
att. c. κατάπλοος.

Greek Monolingual

ο (Α κατάπλους, και -οος) καταπλέω
1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός
2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα του ποταμού
αρχ.
η επιστροφή διά θαλάσσης, ο πλους της επιστροφής («ὁ οἴκαδε κατάπλους», Ξεν.).