ἀλοκίζω
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
(ἄλοξ) prop.
A trace furrows: hence, write, draw, with play on words, Ar.V.850:—Pass., pf. part. ἠλοκισμένος scratched, torn, Lyc.119,381.
German (Pape)
[Seite 109] eine Furche ziehen, furchen, Ar. Vesp. 850; übertr., ritzen, verwunden, Lycophr. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλοκίζω: (ἄλοξ) ἀρότρῳ τέμνω, ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, χαράσσω, σημαίνει καὶ τὸ γράφω ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. καταλοκίζω.
French (Bailly abrégé)
tracer un sillon ; fig. en parl. des rides.
Étymologie: ἄλοξ.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
trazar surcos στήθη μὲν ἠλόκισε un jabalí con su colmillo en el pecho de un perro GLP 109.1.7
•fig. ἀλοκίζειν ... τὸ χωρίον hacer un surco en el terrenito e.d. trazar una línea condenatoria en una tablilla Ar.V.850
•surcar en v. pas. ἐπακτίαν ... ἠλοκισμένην Lyc.119
•despedazar en v. pas. ὅσων δὲ θύννων ἠλοκισμένων Lyc.381.
Greek Monolingual
ἀλοκίζω (Α) ἄλοξ
1. αυλακιάζω, ανοίγω αυλάκι (με το αλέτρι)
2. χαράζω γράμματα, γράφω πάνω σε επιφάνεια αλειμμένη με κερί.