αλώνι

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source

Greek Monolingual

το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν)
(νεοελλ.-μσν.)
1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το αλώνισμα τών καρπών τών δημητριακών
2. η εποχή του αλωνίσματος
νεοελλ.
1. χώρος του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές
2. επίπεδος χώρος όπου απλώνεται η σταφίδα και άλλοι καρποί για αποξήρανση
3. χώρος μικρής έκτασης
4. το φωτοστέφανο που περιβάλλει το πρόσωπο τών αγίων (βλ. και ἅλως)
5. φρ. «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-κάτω
«τον δέχτηκε σαν τη βροχή στ’ αλώνι», με ψυχρότητα
αρχ.
ἁλώνιον υποκορ. του ἅλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. μτγν. ουσ. ἅλων -ωνος, η (= ἅλως) «αλώνι».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλώνα, αλωνάκι, αλωναριά, αλωνάρικος, αλωνάς, αλωνιάρης, αλωνιάτης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοδίχαλο, αλωνότοπος, αλωνοχώραφο].