ἀντίμαχος
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
ον,
A capable of meeting in war, τινί App.Hisp.9.
German (Pape)
[Seite 255] (μάχη), widerstreitend, Ath. IV, 154 f; = ἀξιόμαχος, App. Hisp. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμᾰχος: -ον, ὁ ἐναντίον τινὸς μαχόμενος, ἀντίπαλος, τινὶ Ἀππ. Ἱππ. 9., πρβλ. Ἀθήν. 154F.
Spanish (DGE)
-ον
enemigo comparable Poet. (Pi.?) en POxy.2736.2a.2, οὐ γὰρ εἶναί τινας ἀντιμάχους αὐτοῖς ἔτι ἐπὶ Ῥωμαίους App.Hisp.9
•simpl. contrario, adversario, enemigo εἶς ... τις ... τῶν ἀντιμάχων χιλίους ἀναιρήσει Ps.Callisth.2.16B, c. dat. ἀ. τῇ τῶν Ἀρειανῶν αἱρέσει Ath.Al.Syn.11.1 (p.238.38), cf. Isid.Pel.Ep.M.78.292B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀντίμαχος, -ον)
ο εχθρικός
μσν.- νεοελλ.
ο αντίπαλος, ο εχθρός
νεοελλ.
1. ο αντίξοος, ο ανάποδος
2. ο αντιπαθής, ο κακός
το ουδ. ως ουσ. μσν.-νεοελλ. προμαχώνας, οχύρωμα
νεοελλ.
1. αντέρεισμα, αντηρίδα
2. αντίδοτο, αντιφάρμακο.