ημιεπίσημος
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που είναι μόνο εν μέρει επίσημος, που δεν έχει εντελώς επίσημο χαρακτήρα («ημιεπίσημη ανακοίνωση»)
2. φρ. «ημιεπίσημο όργανο της κυβέρνησης» — εφημερίδα που εκδίδεται από ιδιώτη, αλλά στην πραγματικότητα απηχεί τη γνώμη της κυβέρνησης.
επίρρ...
ημιεπισήμως και -α
με τρόπο ημιεπίσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + επίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο].