κεντρίζω
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
A = κεντέω, X.Eq.11.6: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; stimulate, τὰ σώματα Sor.2.54:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12; ὑπὸ πάθους Ph. 2.386.
German (Pape)
[Seite 1418] (das κέντρον gebrauchen), = κεντέω; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίζω: μέλλ. -ίσω, = κεντέω, διὰ τοῦ κέντρου ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6˙ μεταφορ., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24˙ ἔπαινος κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. ἐγκεντρίζω, ἐμβολίζω, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
aiguillonner.
Étymologie: κέντρον.
Greek Monolingual
(ΑΜ κεντρίζω) κέντρον
1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο»)
2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί
3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την περιέργεια»)
4. (σχετικά με φυτά) κεντρώνω, μπολιάζω.