κοπανώ

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on

Source

Greek Monolingual

άω κόπανος
1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω
2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω
3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού το κοπανάς συνέχεια»)
4. φρ. α) «όλο τα ίδια και τα ίδια κοπανάει» — επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια πράγματα
β) «τήν κοπανάω» — φεύγω, το σκάω.