λάθυρος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάθῠρος Medium diacritics: λάθυρος Low diacritics: λάθυρος Capitals: ΛΑΘΥΡΟΣ
Transliteration A: láthyros Transliteration B: lathyros Transliteration C: lathyros Beta Code: la/quros

English (LSJ)

ὁ, kind of

   A pulse, chickling, Lathyrus sativus, Anaxandr. 41.43 (pl.), Alex.162.12 (both anap.), Thphr.HP8.3.1, Plu.2.286e: heterocl. pl. λάθυρα Babr.74.6.

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, eine schotentragende Pflanze, Theophr. u. A., Essen für arme Leute, Ath. II, 55 a.

Greek (Liddell-Scott)

λάθῠρος: ὁ, εἶδος ὀσπρίου, «λαθύρι», Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· ἑτερογεν. πληθ. λάθυρα, Βαρβ. 74. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pois chiche, plante.
Étymologie: DELG origine ignorée ; cf. ttf. lat. lens « lentille ».

Greek Monolingual

ο (Α λάθυρος, πληθ. και λάθυρα, τά)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή ομοιότητα με λέξεις που σημαίνουν «φακή» (πρβλ. λατ. lens, αρχ. σλαβ. lęšta, ρωσ. ljača) δεν αποδεικυύει αναγωγή σε κοινή ΙΕ ρίζα, ούτε παράλληλο δανεισμό από μια κοινή πηγή].