λαχταρώ

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source

Greek Monolingual

(Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, -άω)
επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό»)
νεοελλ.
1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ
2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο
3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία, τρομάζω («λαχτάρησα ώσπου να περάσεις τον δρόμο»)
4. (σχετικά με φαγητά) λιγουρεύομαι, λιχουδεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχτάρα. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταπλασμένο ενεστ. του λαχταρίζω, σχηματισμένο από τον αόρ. λαχτάρ-ισα, που συνέπιπτε φωνητικά με τον αόρ. του λαχταρώ (πρβλ. χαιρετίζω: χαιρετώ).