μαντίλι

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

(Μ μανδήλιον και μανδήλιν και μαντήλιον)
1. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο κεφάλι ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως εξάρτημα της αμφίεσης
2. μικρό τετράγωνο ύφασμα για το καθάρισμα του προσώπου, ιδίως της μύτης, χειρομάντιλο
νεοελλ.
φρ. «το 'δεσε μαντίλι» — θεωρεί σίγουρη την υπόσχεση που του δόθηκε
μσν.
1. πετσέτα, προσόψιο χεριών, φαγητού
2. φρ. «ἅγιον μανδήλιον» — το ύφασμα πάνω στο οποίο αποτυπώθηκε, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, το πρόσωπο του Ιησού, όταν ο Χριστός πορευόταν προς τον Γολγοθά και ζήτησε να σκουπίσει τον ιδρώτα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mantelium και mantilium. Η γραφή της λ. μαντίλι με -ι αντί -η- ως κανονική απόδοση του λατ. mantilium ή ως απλούστερη γραφή του λατ. mantelium. Η μσν. γραφή με -η- αποτελεί προσπάθεια πιστής μεταγραφής του λατ. ē (mantelium), που δεν δεσμεύει -ως νεώτερη γραφή- την ορθογραφία της λ. (πρβλ. και πρίγκιπας όχι πρίγκηπας, δικτάτορας όχι δικτάτωρας κ.ά.). Η γραφή τών καντηλι / καντήλα (μολονότι από λατ. candela) με -η- διατηρήθηκε διότι ήταν ήδη αρχαία (μεταγενέστερη)].