Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταμελούμαι

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, -έομαι) μέλλω
1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.)
2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει», Μηναί.)
μσν.
1. αλλάζω διάθεση ή διαγωγή απέναντι σε κάποιον
2. (για τον Θεό) ευσπλαχνίζομαι, δείχνω έλεος
μσν.-αρχ.
(σπαν. το ενεργ.) μεταμελῶ, -έω
κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη
αρχ.
1. (το ενεργ. ως απρόσ.) (συν. με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μεταμέλει μοί τίνος
μετανοώ για κάτι (α. «νῡν τοίνυν ὑμῑν μεταμελησάτω τῶν πεπραγμένων», Λυσ.
β. «οὔτε νῡν μοι μεταμέλει οὕτως ἀπολογησαμένῳ», Πλούτ.)
2. (το ουδ. μτχ. μέλλ. ως ουσ.) το μεταμελησόμενον
α) αυτό που πρόκειται να προξενήσει μετάνοια
β) η μετάνοια, το μετάνιωμα.