περιστερός

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστερός Medium diacritics: περιστερός Low diacritics: περιστερός Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: peristerós Transliteration B: peristeros Transliteration C: peristeros Beta Code: peristero/s

English (LSJ)

ὁ,

   A v. περιστερά.

German (Pape)

[Seite 594] ὁ, masc. von περιστερά, Täuber, Täuberich, Pherecrat. u. Alexis bei Ath. IX, 395 a; von Luc. Soloec. 7 getadelt.

Greek (Liddell-Scott)

περιστερός: ὁ, ἴδε ἐν λ. περιστερά.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pigeon mâle, oiseau.
Étymologie: DELG par dissimil. de πελειάς, et suff. différentiel -τερος.

Spanish

palomo

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και περίστερος Ν
αρσενικό περιστέρι, ο γούτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρ-ος)].