παράφραση
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
Greek Monolingual
η / παράφρασις, -άσεως, ἡ, ΝΑ παραφράζω
1. η έκφραση, η διατύπωση του ίδιου πράγματος με άλλες λέξεις
νεοελλ.
1. η ελεύθερη μεταγλώττιση ενός γραπτού κειμένου κατ' έννοια και όχι κατά λέξη, η ελεύθερη απόδοση
2. γλωσσ. εκτενέστερη και πιο σαφής αναδιατύπωση μιας δεδομένης πρότασης
3. εκκλ. τίτλος διαφόρων αποδόσεων του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης
4. μουσ. επανασύνθεση μιας φράσης, μιας μελωδίας, ενός μέρους ή και ολόκληρου μουσικού έργου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε άλλο
αρχ.
1. περισσότερο εκτεταμένη διασαφήνιση, εξήγηση ή επεξήγηση ενός κειμένου ή ολόκληρου συγγράμματος
2. η μετάφραση στην ελληνική τών Εισηγήσεων του Ιουστινιανού, που αποδίδεται στον Θεόφιλο.