πεζομαχία

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζομᾰχία Medium diacritics: πεζομαχία Low diacritics: πεζομαχία Capitals: ΠΕΖΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: pezomachía Transliteration B: pezomachia Transliteration C: pezomachia Beta Code: pezomaxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A battle by land, opp. ναυμαχία, Hdt.8.15, Th.1.23, etc.    2 fighting on foot, opp. ἱππομαχία, Ph.1.191 (pl.), cf. Arr.An.1.15.4.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, Schlacht zu Fuße oder zu Lande; συνέπιπτε ὥςτε τὰς ναυμαχίας γίνεσθαι ταύτας καὶ τὰς πεζ., Her. 8, 15; Thuc. 1, 23. 7, 62; Pol. 5, 69, 7 u. Folgde, wie Luc. V. H. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πεζομαχία: Ἰων. -ίη, ἡ, μάχη κατὰ ξηράν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ναυμαχία, Ἡρόδ. 8. 15, Θουκ. 1. 23, 49, 100, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 combat d’infanterie;
2 combat sur terre.
Étymologie: πεζομάχος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, ιων. τ. πεζομαχίη Α πεζομάχος
στρατ.
1. μάχη ανάμεσα σε δύο αντίπαλα πεζικά στρατεύματα στην ξηρά, σε αντιδιαστολή με τη ναυμαχία
2. μάχη που έδιναν οι άνδρες του ιππικού όταν αφίππευαν και, κατά συνέπεια, μάχονταν ως πεζοί στρατιώτες, ενώ λάβαιναν μέρος στη μάχη κατά κανόνα έφιπποι.