προσανατολισμός

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσανατολίζω, η στροφή προς την ανατολή
2. ο καθορισμός μιας συγκεκριμένης ή της σωστής θέσης ή πορείας ενός προσώπου ή ενός αντικειμένου («ο προσανατολισμός μου είναι δύσκολος όταν έχει ομίχλη»)
3. (στην πολιτική) κατεύθυνση («στον χώρο της πολιτικής αναζητούνται νέοι προσανατολισμοί»)
4. ο προσδιορισμός της διεύθυνσης του Βορρά σε έναν τόπο
5. βιολ. το σύνολο τών κινήσεων που προκαλούνται από την εξέλιξη διαφόρων εξωτερικών διεγερτικών παραγόντων, βιωτικών ή αβιωτικών, του εξωτερικού περιβάλλοντος και ερμηνεύονται από μια κατευθυντήρια στατική ή δυναμική αντίδραση
6. (γεωδ. -τοπογρ. -φωτογραμμ.) ο προσδιορισμός της προβολής του μεσημβρινού επιπέδου πάνω στο οριζόντιο επίπεδο της εργασίας, προβολής η οποία, στην πράξη, καθορίζει τη διεύθυνση Βορρά Νότου
7. (ψυχολ.) η τοποθέτηση ενός προσώπου ή ενός αντικειμένου σε σχέση με ένα σύστημα αναφοράς και, κατ' επέκταση, η καθοδήγηση ή κατεύθυνση ενός προσώπου προς ένα αντικείμενο ή έναν καθορισμένο στόχο
8. μτφ. ενημέρωση
9. φρ. α) «σχολικόςεπαγγελματικός] προσανατολισμός» — κλάδος της εφαρμοσμένης ψυχολογίας που χρησιμοποιεί τις μεθόδους της, ταυτόχρονα όμως εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί τα πορίσματα και άλλων συναφών επιστημών, με σκοπό την παροχή επιστημονικής βοήθειας στο άτομο, ώστε αυτό να επιλέξει το επάγγελμα που ταιριάζει περισσότερο στις ικανότητες και στις κλίσεις του και, γενικότερα, στην προσωπικότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσανατολίζω. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. orientation < orienter «προσανατολίζω» και μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].