σκάνδαλο
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
το / σκάνδαλον, ΝΜΑ, και σκάνταλο Ν
καθετί που γίνεται αφορμή για έριδες, για διχόνοιες (α. «βάζει σκάνδαλα στην οικογένεια» β. «κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. καθετί που αντιβαίνει στα καθιερωμένα και θίγει το κοινό αίσθημα, που προκαλεί τη γενική αποδοκιμασία και κατάκριση (α. «κοινωνικό σκάνδαλο» β. «ερωτικό σκάνδαλο»)
2. δυσάρεστη κατάσταση ή γενική δυσφορία που προκαλείται ύστερα από την αποκάλυψη μιας ανήθικης, άτοπης ή παράνομης πράξης ή ενέργειας («η νοθεία σε ορισμένα εκλογικά κέντρα δημιούργησε τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο»)
3. φρ. α) «πέτρα του σκανδάλου»
μτφ. αφορμή για φιλονικία, για έριδα
β) «πρόκληση σκανδάλου»
(νομ.) το να επιχειρεί κανείς δημόσια μιαν ακόλαστη πράξη κατά τρόπο και σε χρόνο τέτοιο ώστε να μπορεί να τήν παρακολουθήσει ένας αριθμός ατόμων άμεσα και χωρίς να καταβάλει ειδική προσπάθεια
μσν.-αρχ.
μτφ. πρόσκομμα, εμπόδιο, δυσχέρεια («πέτρα σκανδάλου» — ανυπέρβλητη δυσχέρεια, μεγάλο πρόσκομμα, δύσκολο εμπόδιο, ΚΔ)
αρχ.
παγίδα ή βρόχος που έχει στηθεί από εχθρό («ἔσονται ὑμῑν εἰς παγίδας καὶ εἰς σκάνδαλα καὶ εἰς ἥλους», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με το λατ. scando «ανεβαίνω», καθώς και με το μέσ. ιρλδ. scendit «αυτοί ορμούν», αρχ. ινδ. skandati «πηδώ, χοροπηδώ» (με διαφορετικό φωνηεντισμό από τον ελλ. τ.). Η λ. σκάνδαλον θα πρέπει να δήλωνε αρχικά ένα μακρύ κομμάτι ξύλου, που αποτελούσε είτε εξάρτημα της παγίδας (πρβλ. σκανδάλη, σκανδάληθρον) είτε σανίδα τών ακροβατών (πρβλ. σκανδαλιστής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, μεταφορικά και κατ' επίδραση κάποιων τ. της Σημιτικής με τη σημ. «οτιδήποτε γίνεται αφορμή για έριδες»].