συνέλκω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
aor. -είλκῠσα,
A draw together, σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp.190e; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, τὴν θρυαλλίδ' εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας Ar.Nu.585 (troch.); τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8:—Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32; ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b. b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου <τῇ> πρὸς σὲ . . αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.). II pull along with, help to pull, Ar.Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht.181a; τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15.
German (Pape)
[Seite 1014] mit, zugleich, zusammen ziehen; πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; fut., Theaet. 181 a.
Greek (Liddell-Scott)
συνέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (ἴδε ἕλκω). Ἕλκω ὁμοῦ, σ. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε· συν. μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτοὺς (ἐν τῇ παιδιᾷ διελκυστίνδα), ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Α· σ. τὰς ὀφρῦς, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 90. ― Παθητ., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Στράβ. 173. 2) συστέλλω, θρυελλίδ’ εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας, συστείλας, Ἀριστοφ. Νεφ. 585. ΙΙ. σύρω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 417· τοὺς νεκροὺς εἴσω τῆς φάλαγγος Ξεν. Ἀγησ. 2, 15.
French (Bailly abrégé)
tirer ensemble :
1 tirer dans un même endroit;
2 contracter, resserrer;
3 rassembler, réunir, joindre;
4 aider à tirer.
Étymologie: σύν, ἕλκω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)
2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω
3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).