συνοικώ

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

συνοικῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοικῶ Α σύνοικος
διαμένω στην ίδια κατοικία, συγκατοικώ
αρχ.
1. (για λαούς) σχηματίζω κοινωνία («ἡλληνίσθησαν τὴν νῡν γλῶσσαν πρῶτον ἀπὸ τῶν Ἀμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων», Θουκ.)
2. (για άνδρα και γυναίκα) ζω μαζί με κάποιον ως σύζυγός του ή, απλώς, συζώ με κάποιον
3. αστρολ. (για πλανήτη) μοιράζομαι τον ίδιο οίκο, βρίσκομαι στην ίδια θέση του ζωδιακού κύκλου με άλλον
4. (σχετικά με τόπο) καταλαμβάνω και κατοικώ από κοινού («συνοικήσοντας Κυρηναίοισι Λιβύην», Ηρόδ.)
5. απόλ. ζω ως έγγαμος
6. (σχετικά με συναισθήματα ή περιστάσεις) είμαι στενά συνδεδεμένος με κάτι («κατακτείνας ἐμοὺς ἐχθροὺς τὸ λοιπὸν μὴ συνοικοίην φόβῳ», Ευρ.)
7. παθ. συνοικοῡμαι, -έομαι
(για τόπο) είμαι πυκνοκατοικημένος («μέρος ὄντα τῆς πόλεως οὐδὲ συνοικούμενον», Πλούτ.).