υπερκεράτωση

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ιατρ. σημαντική, μη φυσιολογική, πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας, που παρατηρείται σε πολλές παθήσεις και ογκοειδείς σχηματισμούς του δέρματος, λ.χ. ιχθύαση, κερατοδερμία κ.ά.
2. (κτην.) νόσος τών βοοειδών η οποία χαρακτηρίζεται από πάχυνση του δέρματος και οφείλεται στην υπερβολική κερατινοποίηση τών επιθηλιακών κυττάρων και στην υπερτροφία κεράτινης στιβάδας του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperkeratosis < υπερ- + κέρας, -ατος].