ἐφετμή

From LSJ
Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφετμή Medium diacritics: ἐφετμή Low diacritics: εφετμή Capitals: ΕΦΕΤΜΗ
Transliteration A: ephetmḗ Transliteration B: ephetmē Transliteration C: efetmi Beta Code: e)fetmh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐφίημι) poet. word,

   A command, behest, Il.14.249; θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή 21.299: freq. in pl., behests, esp. of the gods or one's parents, 5.508, Pi.O.3.11, etc.; Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ Il.1.495, cf. Pi.P.2.21, A.Ch.300, E.IA634; demands, prayers, Pi.I. 6(5).18.

German (Pape)

[Seite 1116] ἡ (ἐφίημι), Auftrag, Befehl, Ermahnung, bes. von den Göttern u. Eltern, μητρός Il. 18, 216, ἐκραίαινεν ἐφετμὰς Φοίβου Απόλλωνος 5, 508; θεῶν Pind. P. 2, 21; Ἡρακλέος ἐφετμὰς κραίνω Ol. 3, 11, u. oft, immer im plur.; θεοῦ σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους Aesch. Ch. 298; Eum. 232 u. öfter; Eur. I. A. 634 u. sp. D., wie Coluth. 98; aber auch Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμῶν παιδὸς ἑοῦ, Il. 1, 495, woran sich Pind. I. 5, 18 Μοίρας προσεννέπω ἕσπεσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς schließt, dem Flehen, Gebete des Freundes Folge geben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφετμή: ἡ, (ἐφίημι) ποιητ. λ. ὡς τὸ ἐφημοσύνη, παραγγελία, ἐντολή, προσταγή, Ἰλ. Ξ. 249 (ἴδε πινύσσω)· θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμὴ Τ. 299· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐντολαί, διατάγματα, παραγελίαι, ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν ἢ τῶν γονέων, Ἰλ. Ε. 508, Σ. 216, Ὀδ. Γ. 11. κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Α. 495, Θέτις δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ἑοῦ· - ὡσαύτως ἐν Πινδ. Π. 3. 19, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 300. 685, Εὐμ. 241, Εὐρ. Ι. Α. 634· - ὡσαύτως, ἐπὶ αἰτήσεων, εὐχῶν ἢ παρακλήσεων, Πινδ. Ι. 6. (5) 26.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
gén. pl. épq. ἐφετμέων;
ordre, prescription, recommandation.
Étymologie: ἐφίημι.

English (Autenrieth)

(ἐφίημι): command, behest, mostly in pl. (Il. and Od. 4.353).

Greek Monolingual

ἐφετμή, ἡ (Α)
(ποιητ. λ.)
1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.)
2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί
α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές
β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῡ», Ομ. Ιλ.
γ) απαιτήσεις, αιτήσεις, αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφέτης «ηγεμόνας, άρχοντας» (< εφίεμαι), πρβλ. ερετμόν < ερέτης].

Greek Monotonic

ἐφετμή: ἡ (ἐφίημι), παραγγελία, εντολή, προσταγή, σε Όμηρ. κ.λπ.