ἀπέρωτος

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρωτος Medium diacritics: ἀπέρωτος Low diacritics: απέρωτος Capitals: ΑΠΕΡΩΤΟΣ
Transliteration A: apérōtos Transliteration B: aperōtos Transliteration C: aperotos Beta Code: a)pe/rwtos

English (LSJ)

ον, (ἔρως)

   A loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, read by M2 in A.Ch.600; but v. foreg.

German (Pape)

[Seite 288] (ἔρως), lieblos, ἔρως ἀπέρωτος Aesch. Ch. 592; einige Grammatiker, wie E.M., Hesych., scheinen ἀπέρωπος gelesen zu haben, was E. M. ἄγριος, ἀπηνής, Phryn. B. A. 8 ἀναιδής, σκληρός, τραχύς erklärt, οἷον ἀπερίοπτος, ὃν οὐκ ἄν τις περιωπήσαιτο διὰ τὴν ἀηδίαν, u. Andere mit ἠπεροπεύω zusammenstellen, da E. M. ἀπεροπεύς hat, u. aus Anacr. ἀπεροπός, ἀπεροπή anführt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρωτος: -ον, (ἔρως), ὁ μὴ ἐρῶν, ὁ μὴ ἔχων ἔρωτα, ἔρως ἀπέρωτος, ὡς τὸ γάμος ἄγαμος, Αἰσχύλ. Χο 600· ἀλλ’ ἴδε ἀπέρωπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’est plus de l’amour ; haineux.
Étymologie: ἀπό, ἔρως.

Spanish (DGE)

-ον inconsiderado, cruel ἔρως A.Ch.600.

Greek Monolingual

ἀπέρωτος, -ον (Α)
ο χωρίς έρωτα, δυσάρεστος («άπέρωτος ἔρως») (πρβλ. «γάμος ἄγαμος», Αισχύλος).

Greek Monotonic

ἀπέρωτος: -ον (ἔρως), αυτός που δεν αγαπάει ερωτικά, που δεν είναι ερωτευμένος· ἔρως ἀπέρωτος, όπως το γάμος ἄγαμος, σε Αισχύλ.