ἀπόλογος

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλογος Medium diacritics: ἀπόλογος Low diacritics: απόλογος Capitals: ΑΠΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: apólogos Transliteration B: apologos Transliteration C: apologos Beta Code: a)po/logos

English (LSJ)

ὁ,

   A story, tale, Ἀλκίνου ἀπόλογος, of long and tedious stories (from that told by Odysseus to Alcinous in Od.9-12), Pl.R.614b, Arist.Rh.1417a13, Po.1455a2.    II fable, apologue, allegory, Cic.Orat.2.66.264, Quint. Inst.6.3.44, Gell.2.29.20.    III account rendered, Test.Epict.8.36, IG14.952 (Agrigent.), Hsch.    IV = λογιστής, IG12(8).267 (Thasos), BCH45.154 (ibid., iii B. C.), AJA19.446 (Halae, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 313] ὁ, 1) Herzählung, ausführliche Erzählung, ὁ Ἀλκίνου Plat. Rep. X, 614 a Arist. poet. 16, von der langen Erzählung der Irrfahrten des Odysseus hergenommen, nach Suid. ἐπὶ τῶν φλυαρούντων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον. – 2) die äsopische Thierfabel, Quintil. 5, 11; Gell. 2, 29. – 3) Nach Hesych. = ἀπολογισμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλογος: ὁ, διήγημα, ἱστορία, Ἀλκίνου ἀπόλογος, παροιμία «ἐπὶ τῶν φλυαρούντων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον» (Σουΐδ.) προελθοῦσα ἐκ τῆς μακρᾶς διηγήσεως τοῦ Ὀδυσσέως πρὸς τὸν Ἀλκίνοον ἐν Ὀδ. Ι. - Μ.), Πλάτ. Πολ. 614A, Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 7, Ποιητ. 16, 8: ― προσέτι ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ Ι. τῆς Ὀδυσ. ΙΙ. μῦθος, οἷοι οἱ τοῦ Αἰσώπου, ἀλληγορρία, Κικ. de Orat. 2. 66, κτλ. ΙΙΙ. λογαριασμός, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. IV. ἐν τέλ., «ἀπόλογος· ἀπολογισμὸς» Ἡσύχ. 2) = λογιστής, Ἐπιγρ. Θασ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2161, ἴδε Lexicogr. Stud. of Gr. Inscr. by Hel. M. Searles Chicago 1898.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 récit détaillé, narration;
2 à Thasos magistrat chargé d’intenter un procès pour défendre les intérêts civils de la Cité.
Étymologie: ἀπό, λόγος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I 1relato ὁ Ὀδυσσέως ἀπόλογος τῆς πλάνης Plu.2.1093c
Ἀλκίνου ἀ. de cuentos largos y aburridos, Pl.R.614b, Arist.Rh.1417a14, Po.1455a2.
2 fábula, alegoría Quint.Inst.6.3.44, de las de Esopo, Gell.2.29.20.
3 cuenta, IG 12(3).330.288 (Tera III a.C.), IUrb.Rom.2.27 (I a.C.)
lista τῶν σκαφείων SB 7203.4 (III a.C.).
II auditor encargado de tomar cuenta de los magistrados cesantes IG 12(8).267.14 (Tasos), IG 12.Suppl.355.7 (Tasos), AJA 19.446 (Halas III a.C.).

Greek Monolingual

ο (AM ἀπόλογος)
απολογία, λογοδοσία
μσν.- νεοελλ.
απόκριση, απάντηση
νεοελλ.
τα τελευταία λόγια κάποιου ετοιμοθάνατου
αρχ.
1. διήγηση, ιστόρημα
2. μύθος, αλληγορία
3. λογαριασμός, απολογισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + λόγος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀπόλογος: ὁ, αφήγημα, εξιστόρηση, μύθος, απολογισμός, σε Πλάτ.