κώλυμα

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώλῡμα Medium diacritics: κώλυμα Low diacritics: κώλυμα Capitals: ΚΩΛΥΜΑ
Transliteration A: kṓlyma Transliteration B: kōlyma Transliteration C: kolyma Beta Code: kw/luma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E.Ion862 (anap.); κ. θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30; βασιλικὸν κ. PFrankf.1.100 (iii B.C.): pl., κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κ. φορᾶς impediment to motion, Pl. Cra.418e; ἐνεργείας Ocell.4.12: c. dat., [τῷ αἵματι] Hp.Flat.8: κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr.CP2.7.5.    II defence against a thing, σβεστήρια κ. Th.7.53: c. gen., κ. δηλητηρίων Hdn.1.17.10.

German (Pape)

[Seite 1542] τό, das Hinderniß, die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; κώλυμα οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, Hinderniß am Wachsthum, 1, 16; κώλ. θεῖον 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch κώλυμα δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κώλῡμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. θεῖον Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον ἐναντίον…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. προφύλαξις ἐναντίον τινός, σβεστήρια κωλύματα, προφύλαξις ἐναντίον τοῦ πυρός, Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. κωλύμη.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle, empêchement.
Étymologie: κωλύω.

Greek Monolingual

το (AM κώλυμα) κωλύω
εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση της υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.)
αρχ.
άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα», Θουκ.).

Greek Monotonic

κώλῡμα: -ατοςτό (κωλύω),
I. παρεμπόδιση, παρακώλυση, εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Ευρ., Θουκ.
II. άμυνα εναντίον κάποιου πράγματος, αντίσταση, προφύλαξη, σε Θουκ.