ὕψι
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
Adv.
A on high, aloft, ὕ. δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140; ὕ. βιβάς ib.371; Ζεὺς ἥμενος ὕ. 20.155, cf. Od.16.264; ἴρηξ . . ἀηδόνα . . ὕ. μάλ' ἐν νεφέεσσι φέρων Hes.Op.204; ἐμάχοντο . . ἀπὸ νηῶν ὕ. μελαινάων ἐπιβάντες from high on the ships, Il.15.387; ὕ . . . ἀέλλη σκίδνατο 16.374; ὕ . . . ὁρμίσσομεν out at sea, 14.77. (Hence ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος,—all prob. connected with ὑπέρ.)
Greek (Liddell-Scott)
ὕψῐ: ἐπίρρ. ὡς τὸ ὑψοῦ, ὑψόθι, εἰς ὕψος, ἐφ’ ὕψους, ὕψι δ’ ἀναθρώσκων πέτεται Ἰλ. Ν. 140· ὕψι βιβὰς αὐτόθι 371· Ζεὺς ἥμενος ὕψι Υ. 155, πρβλ. Ὀδ. Π. 264· ἀπὸ νηῶν ὕψι, ἀπὸ τῶν πλοίων ἐφ’ ὕψους ἑστῶτες, Ἰλ. Ο. 387· ὕψι… ἄελλα σκίδνατο Π. 374· ὕψι... ὁρμίσσομεν, ἔξω ὑψηλὰ, εἰς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν, Ξ. 77· ― ὡσαύτως εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 202. ― (Ἐντεῦθεν ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος, ― ἅπαντα πιθανῶς σχετίζονται πρὸς τὸ ὑπέρ).
French (Bailly abrégé)
adv.
en haut ; particul. en haute mer.
Étymologie: ὕψος.
English (Autenrieth)
on high, up, aloft; ὁρμίζειν, ‘on the high sea,’ in deep water, Il. 14.77.
Greek Monotonic
ὕψῐ: επίρρ., σε υψηλό σημείο, ψηλά, σε ύψος, σε Όμηρ.· στο ανοικτό πέλαγος, στην ανοικτή θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ. (απ' όπου, ὑψίων, ὑψίτερος, ὕψιστος).