λακωνισμός
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
German (Pape)
[Seite 9] ὁ, lakonische Sitte und Lebensweise, bes. kräftige Kürze im Ausdruck, die man an den Lacedämoniern rühmte, Sp. – Das Parteinehmen für die Lacedämonier, ἐπὶ λακωνισμῷ φεύγειν, Xen. Hell. 4, 4, 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 attachement au parti de Lacédémone;
2 imitation des manières ou du langage des Lacédémoniens.
Étymologie: λακωνίζω.
Greek Monolingual
ο (Α λακωνισμός) λακωνίζω
το να εκφράζεται κάποιος σύντομα και εύστοχα, η λακωνικότητα
αρχ.
1. μίμηση τών ηθών και του τρόπου ζωής τών Λακεδαιμονίων
2. συμπάθεια, φιλική διάθεση προς τους Λακεδαιμονίους («τοὺς φάσκοντας ἐπὶ λακωνισμῷ φεύγειν», Ξεν.).
Russian (Dvoretsky)
λᾰκωνισμός: ὁ1) приверженность к лакедемонским интересам Xen.;
2) подражание лакедемонцам, преклонение перед лаконскими обычаями Cic.