παλινῳδία

From LSJ
Revision as of 09:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνῳδία Medium diacritics: παλινῳδία Low diacritics: παλινωδία Capitals: ΠΑΛΙΝΩΔΙΑ
Transliteration A: palinōidía Transliteration B: palinōdia Transliteration C: palinodia Beta Code: palinw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A palinode, recantation, first used of an ode by Stesichorus, in which he recanted his attack upon Helen, Isoc.10.64, Pl.Ep.319e, Phdr.243b.    2 generally, recantation, ib.257a, Cic.Att.4.5.1, Ph.1.260, Plu.Alex.53.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, das Widerrufen eines Gesanges, der Widerruf, Plat. Phaedr. 257 a; Plut. Alex. 53, wo es ein Tadeln des früher Gelobten ist; παλινῳδία τῶν λόγων πρὸς τὸ ἐναντίον, Luc. Pisc. 35; eine Palinodie des Stesichorus, zum Lobe der früher von ihm getadelten Helena erwähnt Isocr. 10, 64.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐνῳδία: ἡ, ὄνομα ὅπερ ὁ Στησίχορος πρῶτος ἔδωκεν εἰς ᾠδήν τινα αὐτοῦ, δι’ ἧς ἀνεκάλει τὰς προηγουμένας αὐτοῦ κατὰ τῆς Ἑλένης βλασφημίας, Ἰσοκρ. 218Ε, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Ε, κτλ., ἴδε Kleine Stesich. σελ. 96 κἑξ.· οὕτως ἡ τοῦ Ὀρατίου ᾠδὴ 1. 16, εἶναι παλινῳδία τῶν Ἐπῳδῶν 5 καὶ 17· - ἀκολούθως καθόλου, παλινῳδία ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β, 257Α, Πλουτ. Ἀλέξ. 53. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινῳδίαν· ᾠδὴν τῇ προτέρᾳ ἐναντίαν. ἢ δόγμα τῷ πρῴην ἐναντίον». ΙΙ. τὸ κατ’ ἐπανάληψιν ᾄδειν, ἐπανάληψις, Κλήμ. Ἀλ. 289.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant différent ou sur un autre ton ; fig. palinodie, rétractation.
Étymologie: πάλιν, ᾠδή.

Greek Monolingual

η (ΑΜ παλινῳδία) παλινωδώ
αναίρεση, ανάκληση αυτών που ειπώθηκαν προηγουμένως
μσν.
μεταβολή στάσης στο τελείως αντίθετο
αρχ.
1. αναίρεση του περιεχομένου μιας ωδής με άλλη νέα
2. ονομασία ωδής του Στησιχόρου με την οποία ο ποιητής ανακαλούσε τις προηγούμενες κατά της Ελένης ύβρεις του, εξαιτίας τών οποίων είχε χάσει την όρασή του
3. επανάληψη μιας ωδής ή το να άδει κανείς κατ' επανάληψη.

Greek Monotonic

πᾰλῐνῳδία: ἡ (ᾠδή), παλινωδία ή αναίρεση, το όνομα αρχικά δόθηκε σε ωδή του Στησίχορου, στην οποία ανακαλεί την προσβολή που έκανε στην Ελένη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλῐνῳδία:1) палинодия (песнь, в которой поэт отрекается от прежних своих слов; так называется стихотворение Стесихора, в котором он, в противоположность одному из прежних своих произведений, восхваляет Елену, жену Менелая) Plat.;
2) отказ от своих слов, отречение (π. τῶν λόγων πρὸς τὸ ἐναντίον Luc.).