θλάσμα
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ατος, τό,
A bruise, Arist.Mir.841b11, LXXAm.6.12(11), Ph. 2.488, Dsc.2.170; = κοίλωμα ἄνευ ῥήξεως, dint, Sor.Fract.9.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, der Druck, die Quetschung, Philo., Medic. Vgl. φλάσμα.
Greek (Liddell-Scott)
θλάσμα: τό, (θλάω) σπάσιμον, σύντριμμα, πληγή, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 117, Διοσκ. 2. 200· πρβλ. φλάσμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θλάσμα) θλω
θλάση, σπάσιμο, σύντριμμα
αρχ.
πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη.
Russian (Dvoretsky)
θλάσμα: ατος τό вдавление, помятость или ушиб (ἕλκη καὶ θλάσματα Arst.).