καλύπτρα

From LSJ
Revision as of 22:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

German (Pape)

[Seite 1315] ἡ, Hülle, Decke, bes. Kopfbedeckung der Frauen, Schleier; κεφαλῇ δ' ἐπέθηκε καλύπτρην Od. 5, 232. 10, 545; Il. 22, 406; Aesch. Pers. 529; übertr., δνοφεραὶ καλύπτραι, von der Nacht, Ch. 798; Plat. Alc. I, 123 b u. Sp.; καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῦνται, Deckel, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλύπτρα: Ἰων. -πτρη, ἡ, ὡς τὸ κάλυμμα, κάλυμμα γυναικός, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Ἰλ. Χ. 406, πρβλ. Ὀδ. Ε. 232, Παρμεν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111, Αἰσχύλ. Πέρσ. 537, Ἱκέτ. 121· καλ. πλοκάμων Ἀρχίλ. 16· καλύπτρα νύμφης (πρβλ. ἀνακαλυπτήρια) Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. εἰς Φοιν. 688· ― μεταφ., δνοφερὰ καλ., τὸ σκοτεινὸν κάλυμμα τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Χο. 811. 2) ἐπὶ χώρας ἐν Περσίᾳ δεδομένης ὑπὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως εἰς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα, ἐκ τῶν εἰσοδημάτων τῆς ὁποίας νὰ δαπανᾷ διὰ τὰς καλύπτρας αὑτῆς (πρβλ. ζώνη Ι. 3), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 513. ΙΙ. τὸ σκέπασμα φαρέτρας, Ἡρόδ. 4. 64.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 couvercle de carquois;
2 voile, coiffe de femme.
Étymologie: καλύπτω.

Greek Monolingual

η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) καλύπτω
1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα
2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο
(«ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. βοτ. στρώμα από παρεγχυματικά κύτταρα που σχηματίζει κάλυμμα σε σχήμα κουκούλας στην κορυφή της ρίζας
2. ανατ. το τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους προς τη ράχη τών εγκεφαλικών σκελών και της γέφυρας διά μέσου του οποίου ανέρχονται αισθητικές ίνες προς τα εγκεφαλικά ημισφαίρια
μσν.
1. (στο Βυζάντιο) πηλήκιο, κάλυμμα της κεφαλής τών στρατιωτών από ελαφρό ύφασμα, που κατέληγε σε οξεία γωνία στο πάνω μέρος
2. το περίβλημα του καρπού τών φυτών, λέπυρο, περικάρπιο
αρχ.
1. νυφικό πέπλο
2. ως παρωνυμία μιας περιοχής στην Περσία, που δόθηκε από τον μεγάλο βασιλιά στη σύζυγό του, από τα εισοδήματα της οποίας δαπανούσε για τα καλύμματα του κεφαλιού ή του προσώπου της
3. επίθεμα, πώμα
4. θόλος, τρούλλος
5. βλέφαρο
6. σάβανο
7. μτφ. φρ. «δνοφερά καλύπτρα» — το σκοτεινό κάλυμμα της νύχτας (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κᾰλύπτρα: Ιων. -πτρη, ἡ,
I. 1. πέπλο, βέλο γυναίκας, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., δνοφερὰ κ., το μαύρο πέπλο της νύχτας, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για γη που παραχωρείται σε βασίλισσες ως χρήματα για το βέλος τους (πρβλ. ζώνη I. 2), σε Πλάτ.
II. σκέπασμα ή καπάκι φαρέτρας, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλύπτρα:1) покрывало, покров (κεφαλῇ ἐπιθεῖναι καλύπτρην Hom.): δνοφεραὶ καλύπτραι Aesch. темные покровы (ночи);
2) крышка (τῶν φαρετρέων Her.);
3) «покрывало» (земельный надел персидских цариц, доходы с которого формально предназначалась на покупку нарядов) Plat.