κεστρεύς
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
έως, ὁ,
A mullet, = νῆστις, Hp.Int.30, Ar.Fr.156, Pl.Com. 29, Arist.HA591a22, Antig.Mir.93, Hices.and Dorio ap.Ath.7.307d, Alciphr.1.7; as nickname of a starveling (since its stomach was found empty), Euphro 2; κ. νηστεύει, prov. of those too honest to make gains, Ath.7.307c, cf. Lib.Ep.332.2.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, ein Meerfisch, von seiner pfriemenförmigen Gestalt benannt, mugil der Römer, Ath. VII, 306 e ff.; Arist. H. A. 5, 11. Weil man ihn stets mit leerem Magen gefunden haben wollte, hieß er νῆστις, Ath. a. a. O.; dah. auch umgekehrt ein Hungerleider so genannt wurde, Suid. Davon
Greek (Liddell-Scott)
κεστρεύς: έως, ὁ θαλάσσιος ἰχθὺς οὕτω κληθεὶς ἐκ τοῦ σχήματος αὑτοῦ, Λατ. mugil, καλούμενος καὶ νῆστις, διότι ὁ στόμαχός του ἀείποτε εὑρίσκετο κενός, ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, καὶ πρβλ. Κωμ. παρ’ Ἀθην. 307C, κἑξ.· ἐντεῦθεν, σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ ἀείποτε πεινῶντος, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἀριστ. μνημονεύει διάφορα εἴδη, ἴδε Bonitz Indicc. ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
muge ou mulet, poisson de mer.
Étymologie: κέστρα.
Greek Monolingual
κεστρεύς, ὁ (Α)
1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.)
2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου
3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρα, που δήλωνε επίσης ένα είδος ψαριών].
Russian (Dvoretsky)
κεστρεύς: έως ὁ Arph., Arst., Plut. = κέστρα 2.