μύσταξ
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, Dor. and Lacon. for μάσταξ, and always masc., whereas μάσταξ is fem.:—
A upper lip or moustache, Stratt.65, Eub. 113, Theoc.14.4, LXX 2 Ki.19.24(25); the Spartan Ephors on coming into office issued an edict, κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν τοῖς νόμοις, Arist.Fr.539.
German (Pape)
[Seite 223] ακος, ὁ, dor. = μάσταξ (vgl. auch βύσταξ), die Oberlippe und der daran wachsende Bart, Schnurrbart, les moustaches; Theocr. 14, 4; Plut. Cleom. 9 de S. N. V. 4; auch Strattis bei E. M. 803, 47 u. Eubul. B. A. 108, 28.
Greek (Liddell-Scott)
μύσταξ: -ᾰκος, ὁ, Δωρ. καὶ Λακων. ἀντὶ μάσταξ ΙΙΙ, καὶ ἀείποτε ἀρσ., ἐν ᾧ τὸ μάσταξ εἶναι θηλ.: - τὸ ἄνω χεῖλος, αἱ ἐπ’ αὐτοῦ τρίχες, τὸ «μουστάκι», Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6 (ἔνθα ἴδε Meineke), Θεόκρ. 14. 4· ἐν Σπάρτῃ οἱ ἔφοροι εἰς τὴν ἀρχὴν εἰσιόντες, προεκήρυττον εἰς τοὺς πολίτας: κείρεσθαι τὸν μύστακα καὶ προσέχειν (ἢ πείθεσθαι) τοῖς νόμοις, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 496, Πλούτ. 2. 550Β· ἴδε Müller Dor. 3. 7. § 7. - Πρβλ. βύσταξ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
lèvre supérieure ; moustache.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. μάσταξ ?
Greek Monolingual
ο (Α μύσταξ και, σπαν. βύσταξ, -ακος)
1. μουστάκι, το πυκνό τρίχωμα στο άνω χείλος τών ανδρών
2. αραιές τρίχες, νημάτια που φυτρώνουν στο πάνω χείλος ζώων, όπως της γάτας, της τίγρης, ή ψαριών, όπως της τρίγλης, του μπαρμπουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύσταξ, σχηματισμένη κατά το μάσταξ, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mu- «μουρμουρίζω, μίμηση του ήχου που παράγεται με σφιγμένα τα χείλια» και συνδέεται με τη τ. μύλλον «χείλος». Ο σπανιότερος τ. βύσταξ αποτελεί πιθ. παρεφθαρμένο τ. του μύσταξ.
Greek Monotonic
μύσταξ: -ᾰκος, ὁ, Δωρ. και Λακων. λέξη, το πάνω χείλος, μουστάκι, σε Θεόκρ.· πρβλ. μάσταξ.
Russian (Dvoretsky)
μύσταξ: ᾰκος ὁ дор.-лак. (ср. μάσταξ 1) досл. верхняя губа, перен. усы Arst., Theocr., Plut.