τυραννικός
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a τύραννος, royal, αἷμα A.Ag.828; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς Id.Ch.479; κράτος τ. S.OC373; λῆμα E.Med.348; δόμος, στέγαι, ib.740, Andr.882; κύκλος τ. the circle or assembly of kings, S.Aj. 749; τ. θέαμα (in good sense) Phalar.Ep.122.1. 2 befitting a tyrant, despotic, τυραννικόν τοι πόλλ' ἐπίστασθαι λέγειν E.Fr.335; συμφοραὶ τ. that befall a tyrant, Isoc.8.91; smacking of tyranny, τὸ σῦκον (sc. τὸ Αακωνικὸν) ἐχθρόν ἐστι καὶ τ. Ar.Fr.108 (troch.); φρονῶν τυραννικά Id.V.507 (troch.); ξυνωμοσία τ. in favour of tyranny, Th.6.60; νόμοι Pl.R.338e; τι δρᾶσαι τῶν τ. ib.574b; μαθὼν ἀντὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸ τ. X.Cyr.1.3.18; τὰ τ. the period of the tyrants, Arist.Pol.1303a38. 3 tyrannical, of persons, Pl.R.574c, Phdr.248e, etc.; Sup. -ώτατος Id.R.575d, 580c; fit for tyrannical government, οἱ τ., opp. οἱ δημοτικοί, X.HG2.3.49; τυραννικὸν [δίκαιον] οὐκ ἔστι κατὰ φύσιν Arist.Pol.1287b39. II Adv. -κῶς, ζῆν Pl.R.575a; opp. βασιλικῶς, Isoc.5.154; opp. πολιτικῶς, Arist.Ath.16.2: Comp. -ώτερον Id.Pol.1313a2.
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τύραννον, βασιλικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· τρόποισιν οὐ τυρραννικοῖς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 479· τ. κράτος Σοφ. Ο. Κ. 373· λῆμα Εὐρ. Μήδ. 348· δόμος, στέγαι αὐτόθι 740, κλπ.· κύκλος τ., ὁ κύκλος ἢ τὸ συνέδριον βασιλέων, Σοφ. Αἴ. 749. 2) ὁ ἁρμόζων εἰς τύραννον, δεσποτικός, βασιλικός, τυραννικόν τι πόλλ’ ἐπίστασθαι λέγειν Εὐρ. Ἀποσπ. 348· συμφοραὶ τ., αἱ συμβαίνουσαι εἰς τύραννον, Ἰσοκρ. 177C· ὁ ὄζων τυραννίδος, τὸ σῦκον (ἐξυπακ. τὸ Λακωνικὸν) ἐχθρόν ἐστι καὶ τυραν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 164· τυραννικὰ φρονεῖν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 507· τ. ξυνωμοσία, ὑπὲρ τῶν τυράννων γενομένη Θουκ. 6. 60· νόμνς Πλάτ. Πολ. 338Ε· ἐναντίον τοῦ δημοτικός, Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 49· δρᾶσαί τι τῶν τ. Πλάτ. Πολ. 574Β· μαθὼν ἀντὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸ τ. Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18· τὰ τυραννικά, οἱ χρόνοι τῆς δεσποτικῆς κυβερνήσεως, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 13. 3) ὁ φερόμενος ὡς τύραννος, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 574C, Φαῖδρ. 248Ε, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ ὑπερθετ. τυραννικώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 575D, 580C· ἐπιτήδειος πρὸς τυραννικὴν κυβέρνησιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 1. ΙΙ. ἐπίρρ. -κῶς, Ἰσοκρ. 113C, Πλάτ. Πολ. 574Ε· συγκρ. -ώτερον, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 36.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. de souverain, d’où
1 qui se compose de souverains : κύκλος τυραννικός SOPH cercle ou assemblée de souverains;
2 qui concerne un souverain, de roi, royal (demeure, pouvoir, etc.);
II. de tyran :
1 despotique, tyrannique : τὸ τυραννικόν XÉN les habitudes de la tyrannie;
2 qui concerne la tyrannie : τυραννικὴ ξυνωμοσία THC conjuration en faveur de la tyrannie;
Sp. τυραννικώτατος.
Étymologie: τύραννος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυραννικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τύραννος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.)
2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.)
3. (γενικά) απολυταρχικός, δεσποτικός (α. «τυραννική συμπεριφορά» β. «ἄδικος μὲν ἀνὴρ και τυραννικός», Πλούτ.)
4. μτφ. καταπιεστικός, βασανιστικός (α. «τυραννική αρρώστια» β. «πολέμων ἁπάντων ὁ τυραννικώτατος», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ τυραννικός
α) οπαδός τυραννίδας
β) αυτός που πρόσκειται στους τυράννους
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τυραννικά
οι χρόνοι της διακυβέρνησης τυράννου.
επίρρ...
τυραννικώς / τυραννικῶς ΝΜΑ, και τυραννικά Ν
1. κατά τρόπο τυραννικό, δεσποτικά, απολυταρχικά, καταπιεστικά (α. «φέρεται τυραννικά» β. «ἢν βασιλικῶς ἀλλα μὴ τυραννικῶς αὐτῶν ἐπιστατῇς», Ισοκρ.)
2. βασανιστικά.
Greek Monotonic
τῠραννικός: -ή, -όν (τύραννος)·
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε δεσποτικό άρχοντα, βασιλικός, σε Τραγ.· κύκλος τυραννικός, ο κύκλος ή το συνέδριο βασιλέων, σε Σοφ.
2. αυτός που αρμόζει σε τύραννο, δεσποτικός, βασιλικός, τυραννικὰ φρονεῖν, σε Αριστοφ.· τυραννικὴ ξυνωμοσία, συνωμοσία που γίνεται υπέρ των τυράννων, σε Θουκ.· τὰ τυραννικά, οι χρόνοι διακυβέρνησης της δεσποτικής εξουσίας, σε Αριστ.· επίρρ. τυραννικῶς, σε Πλάτ.· συγκρ. τυραννικώτερον, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυραννικός -ή -όν [τύραννος] behorend bij de tyrannos, alleenheersers-; subst. οἱ τυραννικοί aanhangers van de alleenheerschappij; τὸ τυραννικόν alleenheersersgedrag.
Russian (Dvoretsky)
τῠραννικός: 1) принадлежащий тиранну (δόμος Eur.);
2) присущий тиранну: τρόποις τυραννικοῖς Aesch. как пристало тиранну;
3) тираннический, самовластный (νόμος Plat.);
4) обладающий властью тиранна (ἀνήρ Plat.);
5) стремящийся к установлению тираннии (ξυνωμοσία Thuc.). - см. тж. τυραννικά и τυραννικόν.
τυραννικός: II ὁ приближенный тиранна Luc.