καταμβλύνω

From LSJ
Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμβλύνω Medium diacritics: καταμβλύνω Low diacritics: καταμβλύνω Capitals: ΚΑΤΑΜΒΛΥΝΩ
Transliteration A: katamblýnō Transliteration B: katamblynō Transliteration C: katamvlyno Beta Code: katamblu/nw

English (LSJ)

   A blunt, dull, κατημβλύνθη κέντρον AP5.219 (Agath.): metaph., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ S.OT688.

German (Pape)

[Seite 1363] abstumpfen; κατημβλύνθη κέντρον Agath. 15 (V, 220); übertr., κέαρ Soph. O. R. 688, Schol. ἐκλύω, ἄθυμον ποιῶ.

Greek (Liddell-Scott)

καταμβλύνω: κάμνω τι ἐντελῶς ἀμβλὺ ἢ ἀσθενές, κατημβλύνθη κέντρον Ἀνθ. Π. 5. 220˙ μεταφ., παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ Σοφ. Ο. Τ. 688, «ἐκλύων καὶ ἄθυμον ποιῶν» (Σχολ.).

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. κατημβλύνθην;
émousser.
Étymologie: κατά, ἀμβλύνω.

Greek Monolingual

καταμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι απολύτως αμβλύ ή ασθενές, στομώνω
2. μτφ. επιφέρω κατάπτωση τών δυνάμεων, προκαλώ αθυμία.

Greek Monotonic

καταμβλύνω: [ῡ], αμβλύνω ή εξασθενίζω, αποδυναμώνω, σε Σοφ.· Παθ. αορ. αʹ κατημβλύνθην, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταμβλύνω: (ῡ) притуплять (κατημβλύνθη κέντρον Anth.): κ. τὸ κέαρ τινός Soph. унимать чей-л. гнев.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αμβλύνω stomp maken; overdr.: κ. κέαρ de woede verzachten Soph. OT 688.