πρυμνήτης
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A steersman: metaph., χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the pilot' of the State, A.Eu.16; ἄνδρα . . π. χθονός ib. 765. II as masc. Adj.,= foreg., π. κάλως E.Med.770. 2 of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, A.R.4.1628.
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνήτης: -ου, ὁ, (πρύμνα) ὁ κυβερνήτης ἢ πηδαλιοῦχος, οὗ ἡ θέσις εἶναι ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. ἄναξ, ὁ πηδαλιοῦχος τῆς χώρας, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς αὐτόθι 765· πρβλ. πρῳράτης. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de la poupe : πρυμνήτης κάλως EUR câble de la poupe, amarre ; fig. πρυμνήτης ἄναξ ESCHL ou ἀνήρ ESCHL le pilote (de l’État).
Étymologie: πρύμνα.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά της πρύμνης
2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος της πρύμνης, ο ούριος
αρχ.
1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, του οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο οιακιστής
2. μτφ. ο ηγεμόνας χώρας
3. (για ούριο άνεμο) ο αργέστης
4. ως επίθ. πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + επίθημα -ητης (πρβλ. ἀλ-ήτης: ἄλη, ἀγορ-ητής: ἀγορᾱ, μαχ-ητής: μάχη, τ. που πρέπει να έχουν προέλθει μάλλον από ουσ. σε -η παρά από τα αντίστοιχα ρ. σε -ῶ / -άω)].
Greek Monotonic
πρυμνήτης: -ου, ὁ (πρύμνα),
I. πηδαλιούχος, κυβερνήτης· μεταφ., χώρας πρυμνήτης ἄναξ, ο κυβερνήτης της πολιτείας, σε Αισχύλ.
II. ως αρσ. επίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πρυμνήτης: ου adj. m кормовой (κάλως Eur.): π. ἄναξ или ἀνήρ Aesch. кормчий.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρυμνήτης -ου [πρύμνη] stuurman (die op achtersteven staat); overdr..; χώρας τῆσδε πρυμνήτης ἄναξ de heerser die dit land bestuurt Aeschl. Eum. 16; adj. van de achtersteven, achtersteven-:. ἐκ τοῦδ ’ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων hij is de kade waaraan ik de kabel van mijn achtersteven zal bevestigen Eur. Med. 770.