γυρός
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ά, όν,
A rounded, curved, crooked, γυρὸς ἐν ὤμοισι round- shouldered, Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29; κέρας, ἄγκιστρα, AP6.255 (Eryc.), 28 (Jul.); κόνις, of a tomb, ib.7.180 (Apollonid.); γ. πάλη, i.e. wrestling, Philostr.Gym.11: Comp. -ότερος Ael.NA4.34.
German (Pape)
[Seite 512] (entstanden aus γυαρός, verwandt γύης, γύαλον, γυῖα), gebogen, rund; Hom. einmal, Odyss. 19, 246 γυρὸς ἐν ὤμοισιν, rund in den Schultern, von runden Schultern, schwerlich tadelnd = bucklig; – sp. D.; γυρὰ νῶτα σφαίρας Synes. 1 (App. 92); γυρὰ χελιδὼν οἰκία πλάσσει Antip. Sid. 37 (X, 2); κέρας ταύρου Eryc. 3 (VI, 255); κόνις, Grabhügel, Apollonds. 29 (VII, 180); Ael. H. A. 14, 8 ὀδόντες; vgl. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
γῡρός: -ά, -όν, στρογγύλος, γυρὸς ἐν ὤμοισι, ἔχων τοὺς ὤμους στρογγύλους, κυφός, Ὀδ. Τ. 246· συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
arrondi, rond;
Cp. γυρότερος.
Étymologie: DELG cf. γύαλον.
Spanish (DGE)
(γῡρός) -ά, -όν
• Alolema(s): fem. -ή AP 7.180 (Apollonid.); γορός Hsch.
1 curvo, encorvado, arqueadoref. un anciano γ. ἐν ὤμοισιν Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29 (Andros), Hsch., λέων Ael.NA 4.34, κέρας AP 6.255 (Eryc.), ἄγκιστρα AP 6.28 (Iul.Aegypt.)
•subst. τὸ γυρόν curvatura Vett.Val.104.21.
2 que describe una curva como pred. en círculo, alrededor ἀμφὶ δ' ἔμ' ὤλισθεν γ. κόνις AP l.c.
•agon. γυρὰ πάλη n. que recibe un tipo de lucha que hace curvarse los cuerpos, Philostr.Gym.11.
• Etimología: De *geHu̯ en grado ø y ū, cf. γύης.
Greek Monolingual
γυρός, -ά, -όν (Α)
στρογγυλός, κεκκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρός ανάγεται σε ΙΕ gu-r- < gū- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρδλ. γύαλον) με παρέκταση σε -ρ- (πρβλ. αρμ. kur-n «ράχη», kor «κυρτωμένος»).
Greek Monotonic
γῡρός: -ά, -όν, κυκλικός, στρογγυλός· γυρὸς ἐν ὤμοισι, αυτός που έχει στρογγυλούς ώμους, κυφός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
γῡρός: круглый, выпуклый (οἰκία χελιδόνος Anth.): γ. ἐν ὤμοισιν Hom. с круглыми плечами, т. е. сутулый или горбатый; γυρὴ κόνις Anth. (могильный) курган; γυρὸν κέρας Anth. круто изогнутый рог.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυρός -ά -όν rond, gebogen, krom.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: round, curved (τ 246: γυρὸς ἐν ὤμοισιν).
Derivatives: γῦρος m. rounding, circle (Thphr.) with γύριος forming a γ. (Anon. ap. Suid.), γυραλέος (Opp.). Denom. γυρόω make round, make a circle (LXX, Nic.) with γύρωσις (pap., Gp.); also γυρεύω walk in a circle (Str.). γυριστός curved (Sch.), γυρτόν κυφόν H. - Also γυρῖνος m. tadpole (Pl.; but with short υ) with γυρινώδης (Arist.). - Here also PlN like Γυραὶ πέτραι (δ 500), s. Bechtel Lex. s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.