ἀνάμβατος

From LSJ
Revision as of 15:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάμβᾰτος Medium diacritics: ἀνάμβατος Low diacritics: ανάμβατος Capitals: ΑΝΑΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: anámbatos Transliteration B: anambatos Transliteration C: anamvatos Beta Code: a)na/mbatos

English (LSJ)

ον, of a horse,

   A that one cannot mount, unbroken, X. Cyr.4.5.46.

German (Pape)

[Seite 197] nicht zu besteigen, ἵππος, Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten, Xen. Cyr. 4, 5, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμβᾰτος: -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, ἄνευ ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ σημασία, «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἀδάμαστος», ἀλλ’ ἄνευ μαρτυρίας.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut monter (cheval).
Étymologie: ἀ, ἀναβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον no montable, indómitodel caballo, X.Cyr.4.5.46.

Greek Monolingual

ἀνάμβατος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τον ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»].

Greek Monotonic

ἀνάμβᾰτος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που δεν έχει αναβάτη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάμβᾰτος: не имеющий всадника, не используемый для верховой езды (ἵππος Xen.).

Middle Liddell


of a horse, that one cannot mount, Xen.