ἀπαράμυθος

From LSJ
Revision as of 16:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράμῡθος Medium diacritics: ἀπαράμυθος Low diacritics: απαράμυθος Capitals: ΑΠΑΡΑΜΥΘΟΣ
Transliteration A: aparámythos Transliteration B: aparamythos Transliteration C: aparamythos Beta Code: a)para/muqos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A inexorable, κέαρ A.Pr.185 (lyr.); restive, ὄμμα πωλικόν E.IA620. [In A. ᾱπ- metri gr.]

German (Pape)

[Seite 279] nicht zu überreden, zu beschwichtigen, κέαρ Aesch. Prom. 183 [απ., nach Analogie von ἀθάνατος]; Eur. I. A. 620.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράμῡθος: -ον, = τῷ προηγ., ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, κέαρ Αἰσχύλ. Πρ. 185· ὁ μὴ παρέχων παραμυθίαν, ὄμμα πωλικὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 620. [Ἐν Αἰσχύλ. ᾱπ- χάριν τοῦ μέτρου].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inflexible, inexorable;
2 non encouragé, non rassuré.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.

Spanish (DGE)

(ἀπαράμῡθος) -ον

• Prosodia: [ᾱ- A.Pr.185]
1 inexorable κέαρ A.l.c.
2 indócil ὄμμα πωλικόν E.IA 620.

Greek Monolingual

-ον (Α) παραμυθούμαι
απαραμύθητος, αδυσώπητος, δύστροπος.

Greek Monotonic

ἀπᾰράμῡθος: -ον, = το προηγ., ανηλεής, αδυσώπητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράμῡθος: 1) неумолимый, непреклонный (κέαρ Aesch. - с ᾱπ-);
2) неуспокоенный, пугливый (ὄμμα πωλικόν Eur.).

Middle Liddell

= απαραμύθητος]
inexorable, Aesch.