καταγώγιον

From LSJ
Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγώγιον Medium diacritics: καταγώγιον Low diacritics: καταγώγιον Capitals: ΚΑΤΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: katagṓgion Transliteration B: katagōgion Transliteration C: katagogion Beta Code: katagw/gion

English (LSJ)

τό,

   A lodging, inn, resting-place, Th.3.68, Pl.Phdr.259a, X.Vect.3.12; Μουσῶν κ. Plu.Luc.42; κ. ἀσωτίας Id.Eum.13; official residence of a magistrate, Procop.Arc.29, al.; τὸ τῶν δαιμόνων κ. OGI610.1 (Zorava, vi A. D.):—the form κατᾰγωγ-γεῖον is required by metre in Antiph.53.5, Macho ap.Ath.8.337d.    II extra payment for transport, PEleph.14.11 (iii B. C.),PTeb.35.18 (ii B. C.).    III in pl., τὰ καταγώγια festival of the return, opp. ἀναγώγια, Ath.9.395a, SIG1109.114 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1344] τό, auch καταγωγεῖον, nach Gaisford's em. Antiphan. bei Stob. fl. 124, 27; vgl. Macho Ath. VIII, 337 d; der Ort zum Einkehren, Herberge, nach VLL. = κατάλυσις, von den Atticisten für att. erkl.; Thuc. 3, 68; Plat. Phaedr. 259 a; Sp.; Plut. Lucull. 42 nennt eine Bibliothek Μουσῶν καταγώγιον; – καταγώγια; τά, Fest der Artemis in Ephesus, Phot.; Ath. IX, 394 f; vgl. Lob. Aglaoph. 177.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγώγιον: τό, τόπος εἰς ὃν δύναται ὁ ὁδοιπορῶν νὰ καταλύσῃ, κατάλυμα, πανδοκεῖον, Θουκ. 3. 68, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α, Ξεν. Πόροι 3. 12· Μουσῶν κ. Πλουτ. Λούκουλλ. 42· - τὸν τύπον καταγωγεῖον ἀποκατέστησεν ὁ Πόρσων ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 2. 5, Μάχωνι παρ’ Ἀθην. 337D. ΙΙ. τὰ καταγώγια, ἑορτή τις ἐν Ἔρυκι τῆς Σικελίας ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ περιστερᾶς ἐκ τοῦ πελάγους, ἀντίθετον τῷ ἀναγώγια, Ἀθήν. 394F, πρβλ. Λοβεκ Ἀγλαόφ. 177.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.
Étymologie: καταγωγή.

Greek Monotonic

κατᾰγώγιον: τό, μέρος στο οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει, στο οποίο μπορεί να διαμείνει, πανδοχείο, ξενοδοχείο, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγώγιον: τό = καταγωγή 2: Μουσῶν κ. Plut. приют Муз, т. е. книгохранилище.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγώγιον -ου, τό [κατάγω] rustplaats, herberg:. Μουσῶν κ. herberg van de Muzen (bibliotheek) Plut. Luc. 42.1.

Middle Liddell

κατᾰγώγιον, ου, τό, [from κατάγω
a place to lodge in, an inn, hotel, Thuc., Xen., etc.