κακόποτμος

From LSJ
Revision as of 00:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόποτμος Medium diacritics: κακόποτμος Low diacritics: κακόποτμος Capitals: ΚΑΚΟΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: kakópotmos Transliteration B: kakopotmos Transliteration C: kakopotmos Beta Code: kako/potmos

English (LSJ)

ον,

   A ill-fated, ill-starred, B.5.138; τύχαι A.Ag.1136 (lyr.); ἐμὲ κ. E.Hel.694 (lyr.); κ. ὄρνις ἡ κρέξ Arist. HA616b21.

German (Pape)

[Seite 1302] von bösem Geschick, unglücklich; τύχαι Aesch. Ag. 1107; Eur. Hel. 700; ὄρνις, Unglück bedeutend, Arist. H. A. 9, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, πότμος.

Greek Monolingual

κακόποτμος, -ον (Α)
κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.).
επίρρ...
κακοπότμως (Μ)
με δυστυχία, κακότυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύ-ποτμος, υστερό-ποτμος].

Greek Monotonic

κᾰκόποτμος: -ον, κακότυχος, δύσμοιρος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόποτμος:
1) несчастный, роковой (τύχαι Aesch.);
2) несчастливый, злополучный (Ἑλένη Eur.);
3) пророчащий беду, зловещий (ὄρνις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόποτμος -ον [κακός, πότμος] rampzalig, ongelukkig:. κακόποτμοι τύχαι rampzalig lot Aeschl. Ag. 1136.

Middle Liddell

κᾰκό-ποτμος, ον
ill-fated, ill-starred, Aesch., Eur.