σκυλοδεψέω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
A tan hides, Ar.Pl.514 (Bentl. for σκῡτοδεψεῖν).
German (Pape)
[Seite 907] Leder gerben, Ar. Plut. 514.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλοδεψέω: κατεργάζομαι δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être corroyeur.
Étymologie: σκυλοδέψης.
Greek Monotonic
σκῠλοδεψέω: μέλ. -ήσω, κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλοδεψέω: заниматься дублением кожи, дубить Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλοδεψέω [σκυλοδέψης] leerlooien, leerlooier zijn.
Middle Liddell
σκῠλοδεψέω, fut. -ήσω
to tan hides, Ar. [from σκῠλοδέψης]