σπλάγχνο

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α
1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα
α) τα όργανα του σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες του οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική
β) τα σωθικά, κυρίως η καρδιά, θεωρούμενη ως έδρα τών συναισθημάτων (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.
β. «... διὰ σπλάγχνα ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.
γ. «σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῡται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ», Αισχύλ.)
2. τα παιδιά σε σχέση με τους γονείς (α. «να καταραστεί το παιδί της, το σπλάχνο της», Παπαδ.
β. «ὁ πολύπαις Ἰὼβ ἐξαίφνης ἄπαις ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ σπλάγχνα ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον ἅπαςκαρπὸς ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «οἱ παῑδες σπλάγχνα λέγονται», Αρτεμίδ.)
νεοελλ.
1. τα έγκατα, τα βάθη (α. «τα σπλάχνα της γης» β. «Τα σπλάχνα του βουνού»)
2. φρ. «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο αγαπημένος ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]
μσν.-αρχ.
η ευσπλαγχνίασπλάγχνα... Ἰησοῡ Χριστοῡ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. τα εντόσθια που έτρωγαν μετά από τη θυσία, όπως ήταν η καρδιά, οι πνεύμονες, το συκώτι, τα νεφρά, σε αντιδιαστολή προς τα έντερα («αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.)
2. η ευωχία, το γεύμα που ακολουθούσε τη θυσία («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», Αριστοφ.)
3. μαντεία με τα σπλάγχνα, σπλαγχνοσκοπία («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.)
4. η εσώτερη φύση, η ψυχική διάθεση («ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῑν σαφῶς», Ευρ.)
5. το φυτό βρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπλήνα].