προνώπιος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
German (Pape)
[Seite 736] vor der Wand, außerhalb der Wände, übh. außerhalb, draußen; πῶς προνώπιος φαίνῃ πρὸς οἴκοις τοῖς ἐμοῖς ἔξω βεβώς Eur. Bacch. 635; τὸ προνώπιον, die Vorhalle; ἔσχατον χώρας Πελοπίας προνώπιον Hipp. 374; εἰς προνώπι' αὐτίχ' ἥξει Bacch. 639. Bei D. Hal. 4, 14 sind τὰ προνώπια compita, u. ἥρωες προνώπιοι lares compitales.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’offre aux regards ; fig. τὸ προνώπιον EUR l’entrée d’un pays ; τὰ προνώπια entrée d’une maison, carrefours.
Étymologie: προνωπής.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια, μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, έξω από το σπίτι
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια
ο χώρος μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, τα πρόθυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει σημασιολογικά από το προνωπής και πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το ἐνώπιος και, κατά μία άποψη, ο τ. προνώπια προέρχεται από προ-ενώπια (< προ- + ἐνώπια «εσωτερικός τοίχος του οικοδομήματος»), βλ. και λ. προνωπής.
Russian (Dvoretsky)
προνώπιος: находящийся впереди дома: πῶς π. φαίνει οἴκοις τοῖς ἐμοῖς; Eur. как оказался ты вне моего дома?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προνώπιος -ον [προνωπής?] voor de deur, buiten:; πῶς προνώπιος φαίνῃ πρὸς οἴκοις τοῖς ἐμοῖς; hoe kan het dat jij hier buiten voor mijn paleis verschijnt? Eur. Ba. 645; subst. τὸ προνώπιον voorhof:; ἐς προνώπια voor de deur Eur. Ba. 639; overdr.. χώρας Πελοπίας προνώπιον het voorportaal tot het land van Pelops Eur. Hipp. 374.