ἀκτέα

From LSJ
Revision as of 13:30, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτέα Medium diacritics: ἀκτέα Low diacritics: ακτέα Capitals: ΑΚΤΕΑ
Transliteration A: aktéa Transliteration B: aktea Transliteration C: aktea Beta Code: a)kte/a

English (LSJ)

(ἀκταία f.l. in Luc.Trag.71), contr. ἀκτῆ, ἡ,

   A elder-tree, Sambucus nigra, Emp.93, B.8.34, Hp.Nat.Mul.2 (ἀκτῆ), Mul.1.34 (ἀκτέα), Thphr.HP3.13.4, Dsc.4.173.    2 ἀ. ἕλειος, = χαμαιάκτη, deadwort, Sambucus Ebulus, ibid.

German (Pape)

[Seite 86] zsgz. ἀκτῆ, ἡ, Hollunderbaum, sambucus nigra, Luc. Tragodop. 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτέα: «δόρατα, κάμαξ», Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sureau, plante.
Étymologie: DELG orig. inconnue.

Spanish (DGE)

v. ἀκτῆ.

Greek Monolingual

ἀκτέα και -ῆ, η (Α)
το φυτό Sambucus nigra (κοινώς αφροξυλιά ή κουφοξυλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκτέα είναι άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης
η κατάλ. -έα της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών, όπως: ἰτέα, πτελέα. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. ἀκτέος. Από τον ελληνικό όρο ἀκτέα προήλθε το λατιν. acte, καθώς και το αρχ. γερμαν. atuh, at(t)ah.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκτινος.

Greek Monotonic

ἀκτέα: ἀκτῆ, ἡ, σαμπούκος, αφροξυλιά, κουφοξυλιά, σε Λουκ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀκτέα: ἡ бузина (Sambucus nigra) Luc.

Frisk Etymological English

ἀκτῆ
Grammatical information: f.
Meaning: elder-tree, Sambucus nigra (Emp.).
Other forms: also ἀκτέος m.
Derivatives: ἄκτινος (Thphr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On the suffix Chantr. Form. 92 (ἰτέα, πτελέα). Witczak Linguistica Baltica 1 (1992) 201-211 connects Arm. hac`i ash (which he disconnects from ὀξύη, which, in its turn, he finds in Arm. uši and hoši). A loan is Lat. acte (Plin.), OHG atuh, at(t)ah.

Middle Liddell

[(Deriv. unknown.)]
the elder-tree, Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτέα -έας, contr. ἀκτῆ -ῆς, ἡ vlier (boom; sambucus nigra).

Frisk Etymology German

ἀκτέα: ἀκτῆ
{aktéa}
Forms: auch ἀκτέος m.
Grammar: f.,
Meaning: Holunder, Sambucus nigra (Emp., B., Hp., Thphr. usw.).
Derivative: Davon ἄκτινος (Thphr.).
Etymology : Etymologie unbekannt. Daraus lat. acte (Plin., Ps.-Apul.), ahd. atuh, at(t)ah.
Page 1,60-61